Πέμπτη 7 Φεβρουαρίου 2013

Μεταξύ γονέων

Έχω πολλές φορές αναρωτηθεί, ιδιαίτερα αφότου έγινα γονιός, πώς θα αντιμετώπιζα το παιδί μου αν ανέπτυσσε κάποια παρεκκλίνουσα συμπεριφορά. Θα το συγχωρούσα; Ναι, θα απαντήσουν χωρίς δεύτερη σκέψη οι περισσότεροι γονείς. Εξαρτάται, βέβαια, και από το τί εννοούμε ως παρεκκλίνουσα συμπεριφορά, όμως η σχέση του γονιού με το παιδί έχει στη σπονδυλική στήλη της τη συγχώρεση, σχεδόν για τα πάντα. Έτσι, ακόμα και σε περιπτώσεις ακραία παρεκκλίνουσας συμπεριφοράς, όπως αν το παιδί είναι ληστής, φονιάς, εγκληματίας, ο γονιός είναι έτοιμος να το συγχωρήσει. Ως γονιός, ως αίμα από το αίμα του. Ίσως γιατί ειδικά σε αυτές τις ακραίες περιπτώσεις, η συγχώρεση λειτουργεί και ως αυτοκάθαρση για τον ίδιο το γονιό, για την αποτυχία του να διαγνώσει εγκαίρως το κακό, να το προλάβει, να το αποτρέψει ή να το διορθώσει. Ως εδώ όλα κατανοητά και ανθρώπινα. Από εδώ και πέρα, όμως, όταν η ακραία παρεκκλίνουσα συμπεριφορά, που θέτει σε κίνδυνο ανθρώπινες ζωές, δεν συγχωρείται απλώς αλλά επιβραβεύεται από το γονιό, τότε το μεγαλύτερο πρόβλημα δεν το έχει το παιδί …
Ακούγοντας τη «λογοτέχνη» κα Παυλίνα Νάσιουτζικ –μητέρα του 20χρονου νεαρού που συνελήφθη μαζί με άλλα τρία «παιδιά» για τη διπλή ληστεία στο Βελβεντό Κοζάνης και τον οποίο οι Αρχές συνδέουν με την τρομοκρατία– να δηλώνει ότι «είμαι πάρα πολύ περήφανη για τον γιο μου, που αγωνίζεται ενάντια σε μία παράνομη και σάπια κοινωνία και άνομη και θα τον υπερασπιστώ μέχρι την τελευταία ρανίδα του αίματός μου», αρχικά αναρωτήθηκα αν αιτία της δήλωσης ήταν το σοκ που –λογικά– πρέπει να υπέστη, αν γνώριζε τη δράση του γιου της και πραγματικά εννοεί αυτά που είπε ή αν αυτά εντάσσονται στην έμφυτη υπεροψία και τον υπερτροφικό εγωισμό των «μαμάδων βορείων προαστίων», που τη βγαίνουν από τα… αριστερά στο σύστημα στο οποίο είναι απολύτως και μόνιμα ενσωματωμένες.
Αν και δεν έχω διαβάσει κάποιο από τα βιβλία της κας Νάσιουτζικ, είμαι βέβαιος ότι σε κανένα από αυτά, όπως το «Κάψτε τα νυφικά» ή ακόμα και το «Τόση λίγη αλήθεια», σχετικά με την πολύκροτη υπόθεση του καταδικασθέντος για δολοφονία πατέρα της, η συγγραφέας δεν προτρέπει σε ένοπλη βία και σε ανατροπή της «παράνομης και σάπιας κοινωνίας». Είναι άραγε η καρδιά της μάνας, που πλειοδοτώντας σε αγάπη για το παιδί της δεν συνειδητοποιεί ότι παραδέχεται την ενοχή του ή –ακόμα χειρότερα– ότι το προβάλλει ως παράδειγμα προς μίμηση και για άλλους; Ακόμα κι έτσι, η επιλογή της είναι το λιγότερο επικίνδυνη. Και αυτό δεν το κρίνω ως δικαστής ή ως δημοσιογράφος. Το λέω ως γονιός!

Πέμπτη 31 Ιανουαρίου 2013

Δημόσιο χρήμα

Ένα από τα μεγαλύτερα ζητήματα του δημόσιου διαλόγου στις μέρες μας είναι πόσα χρήματα από αυτά που κερδίζει ο πολίτης πρέπει να εισπράττει το κράτος και πόσα πρέπει να παραμένουν στον πολίτη για να τα δαπανήσει όπως αυτός επιθυμεί. Στη συζήτηση αυτή δεν πρέπει να ξεχνάμε μια θεμελιώδη αλήθεια: το Κράτος δεν έχει πηγή εσόδων άλλη από τα χρήματα που οι ίδιοι οι πολίτες βγάζουν με την εργασία τους. Αν, λοιπόν, το Κράτος επιθυμεί να αυξήσει τις δαπάνες του, μπορεί να το κάνει μόνο με το να δανειστεί ή να φορολογήσει τους πολίτες περισσότερο. Είναι λάθος να σκεφτόμαστε ότι κάποιος άλλος θα βρεθεί να πληρώσει –αυτός «ο άλλος» είμαστε εμείς! Δεν υπάρχει δημόσιο χρήμα, υπάρχει μόνο το χρήμα των φορολογούμενων πολιτών.
Η ευμάρεια, λοιπόν, δεν θα έρθει σε καμία περίπτωση μέσα από πλουσιοπάροχα προγράμματα δημόσιων δαπανών. Όπως δεν γίνεται κανείς πλούσιος απλώς παίρνοντας από την τράπεζα άλλο ένα μπλοκ επιταγών, έτσι και κανένα έθνος δεν έγινε πλουσιότερο φορολογώντας τους πολίτες του υπεράνω των δυνατοτήτων τους να πληρώσουν. Γι’ αυτό και είναι χρέος του Κράτους να διασφαλίσει ότι και τα τελευταία σεντς που εισπράττει μέσω της φορολογίας, δαπανώνται σοφά και σωστά
Να προστατεύεις το πορτοφόλι του φορολογούμενου και να προστατεύεις τις δημόσιες υπηρεσίες: αυτές είναι δύο πολύ σημαντικές υποχρεώσεις, οι απαιτήσεις για τις οποίες πρέπει να συμβιβάζονται. Το πιο ευχάριστο και το πιο δημοφιλές θα ήταν να λέει το Κράτος «ας ξοδέψουμε περισσότερα σε αυτό ή σε εκείνο». Κάθε κυβέρνηση θα έβρισκε ευχαρίστως σκοπούς για κάτι τέτοιο. Όμως κάποιος πρέπει να διασφαλίσει ότι «βγαίνουν» τα νούμερα. Κάθε επιχείρηση αυτό κάνει, κάθε νοικοκυριό αυτό κάνει, κάθε κυβέρνηση αυτό πρέπει να κάνει.
Ωστόσο διαχρονικά, έξυπνοι άνθρωποι, κάποιοι από αυτούς οικονομολόγοι, όχι όλοι τους «κατεργάρηδες», κάποιοι όμως σκληροί, προσπάθησαν να πείσουν ότι η αρχή της συνετής οικονομικής διαχείρισης δεν ισχύει για μία κυβέρνηση, έναν προϋπολογισμό ή ένα θεσμό. Κι όμως, πάντα ισχύει! Και κάθε λογικός άνθρωπος το γνωρίζει αυτό, ακόμα καλύτερα όποιος έχει ασχοληθεί με χώρες που καταστρατήγησαν αυτή την αρχή και τώρα βρίσκονται «χωμένες ως το κεφάλι» στο χρέος. Σε ποιον στρέφονται αυτές οι χώρες; Σε αυτούς που ακολουθούν την αρχή της συνετής οικονομικής διαχείρισης. Όταν έχεις συγκεκριμένα χρήματα να δαπανήσεις, οφείλεις να κάνεις σωστές επιλογές και αυτό ισχύει ακόμα περισσότερο για τις κυβερνήσεις!

Τα παραπάνω δεν τα λέει –αν και τα προσυπογράφει– ο γράφων. Είναι απόσπασμα ομιλίας της πρωθυπουργού της Βρετανίας Μάργκαρετ Θάτσερ σε συνέδριο του κόμματός της, στις 14 Οκτωβρίου 1983, πριν από 30 χρόνια! Τί άλλο να πω εγώ;

Τρίτη 29 Ιανουαρίου 2013

Το δίκιο του εργάτη και η νομιμότητα

Του Στέφανου Κασιμάτη
(Από την Καθημερινή)

Οι νόμοι μιας Πολιτείας είναι οι κανόνες που ρυθμίζουν τη λειτουργία της και εκφράζουν τις κρατούσες στην κοινωνία αντιλήψεις περί δικαίου και αδίκου - αυτό δεν είναι απαραίτητο να έχει περάσει κάποιος από τα θρανία της Νομικής Σχολής για να το καταλαβαίνει. Επίσης δεν χρειάζεται να είναι νομικός για να καταλαβαίνει ότι, εφόσον μιλούμε για μια δημοκρατική Πολιτεία, το πεδίο στο οποίο γίνεται η στάθμιση, ο συμψηφισμός των διαφορετικών απόψεων περί δικαίου και αδίκου, ώστε ο νόμος να πάρει την τελική μορφή με την οποία και θα εφαρμοσθεί, εάν προηγουμένως εγκριθεί από την πλειοψηφία των νομοθετών, είναι η Βουλή· και, πάντως, δεν είναι το πεζοδρόμιο ούτε το αμαξοστάσιο του μετρό στα Σεπόλια. Εάν τώρα ένας νόμος δεν μας αρέσει, εάν τον έχει ξεπεράσει η εποχή και η εξέλιξη των πραγμάτων, στη Βουλή αποφασίζουμε πώς θα τον αλλάξουμε· και τον αλλάζουμε μέσω της καθορισμένης κοινοβουλευτικής διαδικασίας. Όμως, ώσπου να αποφασίσουμε δημοκρατικά για την αλλαγή του, ώσπου δηλαδή να διαμορφωθεί η απαιτούμενη κοινοβουλευτική πλειοψηφία, τον ισχύοντα νόμο τον εφαρμόζουμε· ειδάλλως, δεν έχει κανέναν νόημα να μιλούμε για κοινωνία που λειτουργεί στη βάση της δημοκρατικής νομιμότητας.
Τις προηγούμενες ημέρες, με αφορμή την απεργία των εργαζομένων στο μετρό, παρακολουθήσαμε μία αναμέτρηση ανάμεσα σε δύο εκδοχές της νομιμότητας: τη δημοκρατική, όπως ορίζεται και εφαρμόζεται στις αστικές δημοκρατίες, και την επαναστατική της άκρας Αριστεράς. Οι δικαστικές αποφάσεις έκριναν τις απεργίες στο μετρό παράνομες - και, αν δεν κάνω λάθος, η Δικαιοσύνη είναι ο μόνος αρμόδιος θεσμός σε μια αστική δημοκρατία για να κρίνει αν εφαρμόζονται οι νόμοι ή όχι. Ο ΣΥΡΙΖΑ και το ΚΚΕ, παρέχοντας την πλήρη πολιτική κάλυψή τους στους απεργούς, αντέταξαν μιαν άλλη αντίληψη περί νομιμότητας, εκείνη που θέλει τον νόμο να είναι «το δίκιο του εργάτη». (Δίκιο, το οποίο, ασφαλώς, εκφράζει αυθεντικά μόνο η Αριστερά και ουδείς άλλος...).
Δεν στερείται σημασίας ότι η άκρα Αριστερά, που έσπευσε να υιοθετήσει την παρανομία των απεργών, επιτέθηκε με οξείς τόνους στην απόφαση της κυβέρνησης να προχωρήσει στην επιστράτευσή τους, χαρακτηρίζοντας την απόφαση «δικτατορική» και «ακροδεξιά». Το δικαίωμα να επιβάλλει «το δίκιο του εργάτη» έναντι της νομιμότητας, το κατέκτησε κατά την περίοδο της Μεταπολίτευσης με την ιδεολογική υπεροχή της, το κατοχύρωσε με τη βία και τον «τσαμπουκά» της και δεν θα δεχθεί εύκολα να το παραδώσει. Είναι το μέσον που έχει στη διάθεσή της για να φθείρει την αστική δημοκρατία και να διαβρώνει κράτος και θεσμούς, ώσπου να επιφέρει τη διάλυσή τους. Αυτός είναι ο τρόπος που διαθέτει, σε περιβάλλον αστικής δημοκρατίας, προκειμένου να επιβάλει συνθήκες οι οποίες θα ευνοούν τους σκοπούς της· διότι μόνον μέσα από την απελπισία που προκαλούν η ανομία, η απουσία κανόνων και η κατάρρευση του κράτους μπορεί να ελπίζει ότι η πλειοψηφία των πολιτών θα την επιλέξει ως διέξοδο από την κρίση. Στρατηγική της άκρας Αριστεράς είναι να επιτείνει την κρίση και να οξύνει τις επιπτώσεις της· δεν είναι να συνεργασθεί με τις άλλες πολιτικές δυνάμεις με σκοπό να μπει τάξη, να σταθούμε στα πόδια μας και να προχωρήσουμε.
Για τον λόγο αυτό, η απόφαση της κυβέρνησης να προτάξει το δίκαιο των πολλών έναντι του δίκιου μιας μερίδας εργαζομένων στις ΔΕΚΟ ήταν και σωστή και γενναία. Κάποτε έπρεπε να μπει ένας φραγμός στην ασυδοσία των συντεχνιών και στους πολιτικούς προστάτες της. Αυτός ο φραγμός δεν είναι παρά η εφαρμογή του νόμου.

Παρασκευή 25 Ιανουαρίου 2013

«Ο δρόμος με τις πεπονόφλουδες»

Εικοσιπέντε χρόνια συμπληρώνονται, από το θάνατο ενός από τους μεγαλύτερους πολιτικούς που πέρασαν από την ιστορία της Αριστεράς αλλά και της ελληνικής πολιτικής σκηνής, του Ηλία Ηλιού. «Ο Νέστορας της Αριστεράς», κυνηγήθηκε όσο λίγοι, εξορίστηκε, αλλά πάντα έμεινε πιστός σε αυτό που πίστευε: Την Ελλάδα και τον δημοκρατικό σοσιαλισμό.
(...)
Ο Ηλιού αποσύρθηκε από την πολιτική το 1981 δηλώνοντας σε συνέντευξη που παραχώρησε:
"Είμαι πικραμένος. Όχι τόσο από τους αντιπάλους μου, που έκαναν στο κάτω κάτω τη δουλειά τους, αλλά από τους ομόφρονες μου. Δεν άφησαν πεπονόφλουδα που τους πετούσε η ντόπια ή η ξένη αντίδραση που να μην την πατήσουν... Αν ήθελε κάποιος να γράψει για τις αστοχίες της ηγεσίας του αριστερού κινήματος στην Ελλάδα, δεν θα χρειαζόταν τόμους χειρογράφων με σοβαρές αναλύσεις... Θα του αρκούσαν μερικά χειρόγραφα για να γράψει ένα μικρό χιουμοριστικό βιβλίο με τίτλο «Ο δρόμος με τις πεπονόφλουδες». Δυστυχώς, οι γκάφες των ομοφρόνων μου κατέστρεψαν ένα πανίσχυρο προοδευτικό κίνημα και μας πήγαν πολλές δεκαετίες πίσω".

(Πηγή: www.iefimerida.gr)

Πέμπτη 24 Ιανουαρίου 2013

Με... φόρα από τις ΗΠΑ

Όσοι ειρωνεύονται σήμερα την παρουσία του Αλέξη Τσίπρα στις ΗΠΑ και τις εκεί επαφές του με Αμερικανούς αξιωματούχους, εκπροσώπους της ελληνοαμερικανικής κοινότητας ή διεθνών οργανισμών, οικονομικούς παράγοντες ή λομπίστες, κινούνται με φτηνά μικροκομματικά κίνητρα. Αλίμονο αν δεν επιθυμούν να έχει η χώρα μία αξιωματική αντιπολίτευση υπεύθυνη, αξιόπιστο συνομιλητή της διεθνούς κοινότητας, ιδιαίτερα στο επίπεδο της υπερδύναμης ή της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αν όσα μας μεταφέρονται από τις ΗΠΑ είναι ακριβή, ο κ. Τσίπρας (λαμβάνοντας προφανώς και τα μηνύματα των τελευταίων δημοσκοπήσεων) συνεχίζει μία –αναμφίβολα επίπονη για τον ίδιο και το κόμμα που φιλοδοξεί να φτιάξει– προσπάθεια, η οποία ξεκίνησε με το πρόσφατο ταξίδι του στη Γερμανία, αφήνοντας πίσω την ατυχέστατη επιλογή της πολυήμερης περιοδείας στη Λατινική Αμερική, από την οποία μόνο ζημίες έχει να θυμάται (πέρα από την ευχάριστη, προσωπική ταξιδιωτική εμπειρία, φυσικά). Καταθέτοντας καθαρές και ρεαλιστικές θέσεις για την Ελλάδα που οραματίζεται, ο Αλέξης Τσίπρας δεν βάζει απλώς τον εαυτό του και τον ΣΥΡΙΖΑ στον πολιτικό χάρτη των διεθνών συσχετισμών, αλλά απαλλάσσει και την Ελλάδα από ψιθύρους ή ακόμα και κραυγές για την «επικίνδυνη» αντιπολίτευση, που απειλεί με εκτροπή ολόκληρη την Ευρώπη αν καταφέρει να «καταλάβει» την εξουσία. Η ρητορική του ΣΥΡΙΖΑ ήταν υπεύθυνη για τη σχετική κινδυνολογία, η νέα ρητορική του Αλέξη Τσίπρα είναι εκείνη που μπορεί να βάλει τέλος σε αυτή την κινδυνολογία, συμβάλλοντας σημαντικά στην αλλαγή του κλίματος συνολικά για την Ελλάδα.
Όλα αυτά, βέβαια, μέχρι να ξαναπατήσει ο κ. Τσίπρας ελληνικό έδαφος. Γιατί εντός των τειχών θα κριθεί τόσο η ειλικρίνεια των προθέσεων του όσο και η αξιοπιστία του ως πολιτικού ηγέτη, που κάνοντας –έστω με καθυστέρηση– στροφή προς το ρεαλισμό και την υπευθυνότητα, επιλέγει να κόψει τους δεσμούς με τα βαρίδια του πρόσφατου παρελθόντος του, που αυτοπροσδιορίζονται «αναρχικοί», έχουν στα σπίτια τους αντιασφυξιογόνες μάσκες και ρόπαλα ή νοσταλγούν τη δραχμή και τον επακόλουθο παραγκωνισμό της Ελλάδας. Προφανώς πρόκειται για μία διαδικασία που θα πάρει χρόνο, αρκεί όμως να κάνει την αρχή, αποφασιστικά, κι ας μείνουν έξω οι λαθρεπιβάτες του τρένου προς την εξουσία κι ας τον ακολουθήσουν όσοι πραγματικά συντάσσονται με τις καθαρές θέσεις: είτε είναι το 4%, το 14%, το 24% ή το 34%. Εδώ που έχουν φτάσει τα πράγματα για τον ΣΥΡΙΖΑ, οι επιλογές είναι δύο: ή προχωράει μπροστά με καθαρές θέσεις ή πισωγυρίζει συνεχίζοντας την τακτική του «ΣΥΡΙΖΑ εσωτερικού» και «ΣΥΡΙΖΑ εξωτερικού». Και στη μία και στην άλλη περίπτωση, ο προορισμός δεν είναι αυτονόητα η εξουσία. Στη δεύτερη περίπτωση, όμως, είναι κάτι πιο σημαντικό: η διαμόρφωση μίας αξιόπιστης εναλλακτικής πολιτικής πρότασης απέναντι στο σημερινό «μονοπώλιο» υπευθυνότητας της τρικομματικής κυβέρνησης…

Ο μεγάλος περίπατος του Αλέξη


Για τον Αλέξη Τσίπρα ο σκοπός της επίσκεψής του στις ΗΠΑ μοιάζει να επιτεύχθηκε. Ο επικεφαλής του ΣΥΡΙΖΑ έπεισε τους συνομιλητές του ότι δεν εκπροσωπεί κάποιον ακραίο πολιτικό σχηματισμό, αλλά ότι μπορεί να διατυπώσει καθαρές και ρεαλιστικές θέσεις για το μέλλον της Ελλάδας και της Ευρώπης. Τώρα μένει να πείσει και τις συνιστώσες του ΣΥΡΙΖΑ ότι ως ενιαίο κόμμα μπορούν να εφαρμόσουν αυτές τις θέσεις…

Λένε ότι στην πολιτική δεν υπάρχουν μόνιμες έχθρες και μόνιμες φιλίες. Κρίνοντας από τις τελευταίες κινήσεις του Αλέξη Τσίπρα σε διεθνές επίπεδο, ο επικεφαλής του ΣΥΡΙΖΑ φαίνεται να συμμερίζεται αυτή την άποψη. Ή να πιστεύει στη ρήση του Λένιν ότι «στην πολιτική συχνά πρέπει να διδαχθείς απ’ τον εχθρό». Σε κάθε περίπτωση, επιστρέφοντας από τις ΗΠΑ ο Αλέξης Τσίπρας καλείται να αποσαφηνίσει τί θέλει και τί μπορεί να είναι ο ΣΥΡΙΖΑ στο εξής. Με άλλα λόγια, να δείξει αν προτιμά την άποψη του καγκελαρίου Μπίσμαρκ ότι «πολιτική είναι η τέχνη του εφικτού» ή αυτή του Γάλλου πρωθυπουργού Murville ότι «πολιτική είναι η τέχνη να μοιράζεις την πίτα με τέτοιο τρόπο, ώστε ο καθένας να πιστεύει ότι πήρε το καλύτερο κομμάτι»…
Το ταξίδι του Αλέξη Τσίπρα στις ΗΠΑ, αλλά και το προηγούμενο στη Γερμανία, δείχνουν ότι ο επικεφαλής της αξιωματικής αντιπολίτευσης έχει αποφασίσει να αλλάξει γραμμή πλεύσης. Τουλάχιστον στις διεθνείς επαφές του. Η ρητορική περί κατάργησης του μνημονίου «με ένα νόμο, σε ένα άρθρο», έδωσε σταδιακά τη θέση της στην «απαγκίστρωση από τις αδιέξοδες πολιτικές λιτότητας» και τελικά στις διαβεβαιώσεις ότι στόχος του ΣΥΡΙΖΑ είναι να εξασφαλίσει την παραμονή της Ελλάδας στην Ευρωζώνη. Άλλωστε, για όσους γνωρίζουν πρόσωπα και πράγματα στη διεθνή πολιτική σκηνή, αυτός ήταν και ο μόνος τρόπος για να γίνει ο κ. Τσίπρας δεκτός –και εν μέρει «αποδεκτός»– από τη γερμανική και την αμερικανική ηγεσία. Ιδιαίτερα στις ΗΠΑ, όπου η Αριστερά είναι σχεδόν… άγνωστη λέξη, ήταν σαφές ότι ο επικεφαλής του ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορούσε να προσέλθει στις επαφές με αξιωματούχους της αμερικανικής κυβέρνησης και του ΔΝΤ με «επαναστατικά τσιτάτα» και απειλές για επιστροφή στη δραχμή.
Τα πρώτα δείγματα αυτής της «στροφής», πάντως, είχαν φανεί από την πρόσφατη επίσκεψη του κ. Τσίπρα στο Βερολίνο και ιδιαίτερα από τη συνάντησή του με τον Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, κατά την οποία, παρά τα δημοσίως λεγόμενα από την Κουμουνδούρου, ο επικεφαλής του ΣΥΡΙΖΑ πήρε μια γεύση… ρεαλιστικής διεθνούς πολιτικής.

Και στην Ελλάδα;
Το μεγάλο ερώτημα, ωστόσο, παραμένει: πώς ο Αλέξης Τσίπρας θα περάσει αυτή τη στροφή και στο εσωτερικό της Ελλάδας και ιδιαίτερα στο εσωτερικό του «πολυφωνικού» ΣΥΡΙΖΑ; Γιατί μπορεί η εντύπωση που άφησε στις ΗΠΑ να απέχει από τις κρίσεις διεθνών μέσων περί «επικίνδυνου ηγέτη μιας επικίνδυνης αντιπολίτευσης» συνολικά για την Ευρωζώνη, όμως και η πολιτική Βαβέλ που εξακολουθεί να είναι ο ΣΥΡΙΖΑ εντός των συνόρων εξακολουθεί να απέχει από την εικόνα που παρουσιάζει ο κ. Τσίπρας στους διεθνείς συνομιλητές του. Μάλιστα εκπρόσωποι συνιστωσών –και όχι μόνο των «σκληρών»– φέρονται τουλάχιστον προβληματισμένοι από αυτή την εικόνα του κ. Τσίπρα, η οποία πολύ απέχει και από τον προεκλογικό λόγο που διατύπωσε ο ΣΥΡΙΖΑ. Το γεγονός αυτό προϊδεάζει για τις επιπλέον δυσκολίες που θα αντιμετωπίσει το –εν εξελίξει– εγχείρημα της μετάβασης του ΣΥΡΙΖΑ από συνεργασία κομμάτων σε ενιαίο κόμμα. Άλλωστε ο ίδιος ο Αλέξης Τσίπρας έχει χαρακτηρίσει αυτή τη διαδικασία μετασχηματισμού «επίπονη και βίαιη». Είναι ξεκάθαρο, ωστόσο, ότι η στιγμή για το μεγάλο «ξεκαθάρισμα» έφτασε. Και είναι στο χέρι του Αλέξη Τσίπρα να αποσαφηνίσει ποιος και πώς είναι ο ΣΥΡΙΖΑ που ο ίδιος οραματίζεται ως κόμμα εξουσίας αλλά και να φανεί ποιοι μπορούν και θέλουν να τον ακολουθήσουν σε μία τέτοια νέα πορεία. Η μετάθεση του κρίσιμου συνεδρίου του ΣΥΡΙΖΑ για το καλοκαίρι ή ακόμα και για το φθινόπωρο, δεν αναμένεται να διευκολύνει το σχεδιασμό του κ. Τσίπρα, αφού μόνο χρόνος θα χαθεί. Και αυτό μάλλον δεν τον συμφέρει, αφού «στην πολιτική, όπως και στον πόλεμο, η χαμένη στιγμή δεν ξανάρχεται πλέον», όπως έλεγε και ο Ναπολέων Βοναπάρτης…


Δευτέρα 21 Ιανουαρίου 2013

Περί αξιοπρέπειας και άλλων… δαιμονίων

«Κάτσε κάτω, μωρή! Πάλι πιωμένη είσαι;»
Μέχρι τώρα θα έχετε προφανώς πληροφορηθεί ότι η παραπάνω φράση δεν ακούστηκε σε κάποιο μπαρ, περασμένα μεσάνυχτα, «μες σε καπνούς και σε βρισιές» που λέει κι ο ποιητής, αλλά στην αίθουσα της Ολομέλειας του Ελληνικού Κοινοβουλίου, από το στόμα Έλληνα βουλευτή με αποδέκτη γυναίκα συνάδελφό του. Κάποτε μια τέτοια είδηση θα σόκαρε. Σήμερα το πολύ-πολύ να προκάλεσε κάποια μειδιάματα. Άλλωστε δεν είναι η πρώτη φορά…
Αυτό είναι σήμερα το επίπεδο της πολιτικής και του κοινοβουλευτισμού, δηλαδή; Μπρατσαράδες με κολλητά μπλουζάκια, χαχόλοι με χαμηλοκάβαλα τζιν, τατουάζ και φόρμες, που ρίχνουν μπινελίκια στους χώρους του Κοινοβουλίου, καπνίζουν όπου γουστάρουν και υποβαθμίζουν τον πολιτικό διάλογο σε επίπεδο καφενείου; Αν και τί φταίνε τα καφενεία; Εκεί οι άνθρωποι είναι αξιοπρεπείς.
Τα τελευταία χρόνια έχει αναπτυχθεί μία απαράδεκτη ανοχή σε τέτοιες εικόνες, στο όνομα ενός αδιανόητου συμψηφισμού με τις ευθύνες των παραδοσιακών παικτών του πολιτικού συστήματος για τον ευτελισμό της πολιτικής ζωής. Με απλά λόγια, αν καταγγείλεις τη συμπεριφορά και την εμφάνιση αυτών των… καλόπαιδων, θα λάβεις την απάντηση: «Εδώ που έχουμε φτάσει, ο καθωσπρεπισμός μας μάρανε»!
Αναρωτιέμαι: πού μεγάλωσαν αυτοί οι άνθρωποι, σε ποιες οικογένειες, πού πήγαν σχολείο, ποιος τους έμαθε ότι η αξιοπρέπεια και ο σεβασμός στα πρόσωπα και τους θεσμούς είναι επιλογή με προαπαιτούμενα και όχι στάση ζωής; Όταν τάχθηκαν να υπηρετήσουν την πατρίδα τους ως βουλευτές, ποια επιθυμούσαν να είναι η συμβολή τους στο δημόσιο βίο; Η ανάδειξη του τσαμπουκά και της χυδαιότητας σε μέτρο του πολιτικού διαλόγου;
Το Κοινοβούλιο είναι κορυφαίος θεσμός της Δημοκρατίας. Αυτής της κακής –ή πιο σωστά κακοποιημένης– Δημοκρατίας, που όμως παραμένει πολύ καλύτερη από κάθε άλλη επιλογή. Και η απαξίωση ενός τέτοιου κορυφαίου θεσμού από τις επιλογές του χθες, σε καμία περίπτωση δεν αποτελεί άλλοθι για τον πλήρη ευτελισμό του από την ανευθυνότητα του σήμερα. Γιατί οι θεσμοί είναι όλα. Ανάμεσα σε όλα και η εικόνα που εκπέμπουν. Αν όσοι ψήφισαν για βουλευτή ένα άτομο που λέει «κάτσε κάτω, μωρή» σε συνάδελφό του ή αυτούς που θέλουν να μετατρέψουν το Κοινοβούλιο σε «Βίλα Χαβαλέ», είναι ικανοποιημένοι με την εικόνα του θεσμού, ας μην περιμένουν πολλά περισσότερα από τη λειτουργία του. Κι όσοι έσπευσαν να διακωμωδήσουν τις παραινέσεις για τη συμπεριφορά ή την εμφάνιση των βουλευτών, ας μην περιμένουν ότι οι εκλεκτοί τους θα ακολουθήσουν σε άλλες περιπτώσεις κανόνες.
Και όλα αυτά δεν αποτελούν συντηρητισμό, όπως συστηματικά προσπαθούν να μας πείσουν εκείνοι που έχουν αναγάγει το «χύμα» σε ιδεολογία. Αν και προσωπικά δεν έχω κανένα απολύτως πρόβλημα να με κατηγορούν για… αξιοπρέπεια!